- παντομιμικός
- -ή, -ό / παντομιμικός, -ή, -όν, ΝΑ [παντόμιμος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παντόμιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παντομιμικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην παντομίμα: Οι Έλληνες μπορούν εύκολα να συνεννοηθούν με παντομιμικές κινήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορχηστικός — ή, ό (Α ὀρχηστικός, ή, όν) [ορχηστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρχηση, χορευτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η ορχηστική η τέχνη τού χορευτή αρχ. 1. ο κατάλληλος για όρχηση («τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ ὀρχηστικωτέραν εἶναι τὴν… … Dictionary of Greek
όρχηση — η (ΑΜ ὄρχησις) [ορχούμαι] ο χορός («μέλος δὲ καὶ ρυθμὸς καὶ ὄρχησις καὶ ῴδή», Πλούτ.) αρχ. 1. παντομιμικός χορός 2. φρ. α) «ὄρχησις ἐν (τοῑς) ὅπλοις» ή «ὄρχησις ἐνόπλιος» πολεμικός χορός β) «Περὶ Ὀρχήσεως» τίτλος έργου τού Λουκιανού … Dictionary of Greek